ἀσύφηλος

ἀσύφηλος
ἀσύφηλος [ῠ], ον,
A headstrong, or perh. foolish,

ὥς μ' ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν ὡς εἴ τιν' ἀτίμητον μετανάστην Il.9.647

;

οὔ πω σεῦ ἄκουσα κακὸν ἔπος οὐδ' ἀσύφηλον 24.767

, cf. Q.S.9.521: also in late Prose, as Eun.VSp.481B. Adv.

-λως

foolishly,

Dius

ap.Stob.4.21.16.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ασύφηλος — ἀσύφηλος, ον (Α) 1. ξεροκέφαλος, ανόητος 2. πρόστυχος, ποταπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με το σοφός, ενώ κατ άλλους με τα Σίσυφος και σέσυφος «πανούργος» (Ησύχ.)] …   Dictionary of Greek

  • ἀσύφηλος — headstrong masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυφήλως — ἀσύφηλος headstrong adverbial ἀσύφηλος headstrong masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσύφηλον — ἀσύφηλος headstrong masc/fem acc sg ἀσύφηλος headstrong neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυφήλοις — ἀσύφηλος headstrong masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυφήλου — ἀσύφηλος headstrong masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυφήλους — ἀσύφηλος headstrong masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυφήλῳ — ἀσύφηλος headstrong masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσύφηλοι — ἀσύφηλος headstrong masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”